- τροχαντήρ,-ῆρος
- ὁ N 3 0-0-0-0-1=1 4 Mc 8,13bone-crusher (instrument of torture); neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
τροχαντήρ — ῆρος, ὁ, Α βλ. τροχαντήρας … Dictionary of Greek
τροχαντήρας — ο / τροχαντήρ, ήρος, ΝΑ ανατ. ονομασία δύο υποστρόγγυλων ογκωμάτων τού μηριαίου οστού στο σημείο ένωσης τού αυχένα με το σώμα τού μηρού νεοελλ. 1. ζωολ. α) καθεμία από τις αποφύσεις στο ανώτερο άκρο του μηριαίου οστού τών σπονδυλοζώων οι οποίες… … Dictionary of Greek